ροδονίτης

ροδονίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ροδόχρωμο πυριτικό ορυκτό που απαντά με τη μορφή αποστρογγυλωμένων κρυστάλλων, μαζών ή κόκκων σε διάφορα μαγγανιούχα μεταλλεύματα, συχνά μαζί με ροδοχρωσίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhodonite < γερμ. Rhodonit (< ῥόδον + κατάλ. -ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”